
Στις γραμμές λοιπόν που ακολουθούν επιτρέψτε μου να καταθέσω τις λίγες προσωπικές μαρτυρίες περί ενός συγχρόνου γέροντος που έζησε χωρίς μεγαλόσχημες και ηχηρές λεζάντες, όσο το δυνατόν περισσότερο αθόρυβος και άγνωστος στον πολύ κόσμο. Τον γέροντα αυτόν επεφύλαξε ο Πανάγαθος Θεός να γνωρίσω και επί δύο έτη να υποταχθώ. Προφανώς άλλοι θα γνωρίζουν περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά και «εξ όνυχος τον λέοντα» αναγνωρίζοντας, μπορεί κανείς να θαυμάσει την πολιτεία του.
Μεγαλώνοντας στις φτωχογειτονιές του Πειραιά –ο κατά κόσμον Νικόλαος- σε μια οικογένεια με ιδιαίτερη ευλάβεια, η μητέρα του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ευσέβειας του. Σε μικρή ηλικία εγνώριζε και έψαλε τα αναστάσιμα απολυτίκια όλων των ήχων. Βεβαίως τα γράμματα της οικογένειας ήταν ελάχιστα όμως η τακτικότατη παράσταση τους στην ενοριακή ζωή και η προσεκτική παρακολούθηση των τεκτενομένων στην εκκλησία έδωσαν στην οικογένεια την ανθηρή γνώση και τα εφόδια για να μορφωθούν στην κατά Θεόν παιδεία. Ο μακαριστός γέροντας έλεγε αναφερόμενος στην ευλάβεια της αγαπημένης του μητέρας: «Όταν κοινωνούσαμε μας έβαζε να μαζέψουμε τα κουκούτσια από τις ελιές που τρώγαμε και να τα κάψουμε», ώστε τίποτα να μην φανεί περιφρόνηση στη χάρη της Θείας Μεταλήψεως.
Έτσι το παιδάκι εκείνο, ο Νικολάκης, στην πρώτη του εφηβεία αντάμωσε τον Γέροντα Θωμά από τη Μικρά Σκήτη της Αγίας Άννης, από την καλύβη του Αποστόλου Θωμά και δέχθηκε να τον ακολουθήσει στην Αγιορειτική έρημο σε ηλικία μόλις 14 ετών. Στα σημερινά δεδομένα η ηλικία φαίνεται ασυνήθιστα μικρή και σαφώς κανείς γονιός δεν θα δέχονταν το παιδί του τόσο μικρό να το εγκαταλείψει στα χέρια ενός ξένου, έστω και σεβασμίου μοναχού. Όμως η παραχώρηση αυτή δεν έγινε από αδιαφορία προς το μέλλον του μικρού παιδιού αλλά από απόλυτη πνευματική ανησυχία για το μέλλον ενός ανθρώπου μέσα στον φιλαμαρτήμονα (τότε;) κόσμο. Η μητέρα του, τον ήθελε άμεμπτο και καθαρό στα μάτια του Θεού, ο γέροντας Θωμάς μετά χαράς θα αποδεικνύονταν άριστος παιδαγωγός, αλλά και ο Νικολάκης έδειχνε απόλυτα υπάκουος, έτσι ώστε να θυμίζει την απέραντη ταπείνωση της Θεοτόκου στην αποδοχή των νέων συνθηκών ζωής.
Η φτώχια ακολούθησε τον Νικόλαο και στο νέο τρόπο ζωής. Τώρα βέβαια επιμελώς ηθελημένη. Ο μοναχός δε χρειάζεται κτήματα, χρήματα και αντικείμενα. Τρία μόνον έχει δικά του αναφαιρέτως κατά τους σοφούς καθηγητές του μοναχισμού: το ράσο που φορεί, το στασίδι που προσεύχεται και βέβαια τον τάφο που θα αναπαύσει το γήινο σαρκίο του. Ο παιδικός όμως νους τις πρώτες ημέρες της μοναχικής του πολιτείας ήταν σαφώς δύσκολο να τα εννοήσει αυτά. Μάζεψε λοιπόν λεπτά κλαδάκια για να κατασκευάσει έναν χαρταετό!!! «Που να ξέρω», είπε όταν το διηγούνταν. Και πόσο δύσκολο να το αντιμετωπίσει ο γέροντας Θωμάς. Νομίζω πως ο μικρός Νικόλαος δε θα απόφυγε τα νεανικά δάκρυα και την θλίψη του αποχωρισμού από όσα χαίρονταν στο σπίτι του, όμως η ευλογία της Παναγίας και η υποτασσόμενη καρδία του τον έκαμαν συμβιβαστικό, υπάκουο, πρόθυμο να γίνει σωστός μοναχός.
Η ενηλικίωση του τον βρίσκει μοναχό μεγαλόσχημο και ιερέα. Το καλογερικό του όνομα «Κυπριανός» του το παρέδωσε ο γέροντας του Θωμάς, για να τιμήσει μια άλλη αγιασμένη μορφή, τον προσωπικό του γέροντα που έφερε αυτό το όνομα. Ο Κυπριανός μαζί με τον παραδελφό του που λίγο μετά είχε συγκαταλεχθεί στη συνοδεία του Γερο-Θωμά, τον νέο Θωμά, έμαθαν τα πρώτα μουσικά γράμματα από τον μοναχό Παύλο που ήταν παλιότερο μέλος της συνοδείας τους. Οι μουσικές τους γνώσεις εμπλουτίστηκαν από τον μοναχό Δοσίθεο τον αόμματο εμπειρότατο στην ψαλτική τέχνη. Τους συμβούλευε: «να μη κόβεται τη λέξη στη μέση... να λέτε καθαρά τους φθόγγους...». Ο Κυπριανός διέθεται μια μπάσα βαριά αντρίκια φωνή με εξαιρετική άρθρωση. Γι αυτό μαζί με τους παραδελφούς του έγινε παν-αγιορειτικώς γνωστός και ελάμβανε ιδιαίτερη πρόσκληση για να ψάλλει στις πανηγύρεις των Μονών. Η διακονία του αυτή άφησε εποχή. Νομίζεις πως, ότι ήθελε να πει, το έλεγε στα ψαλτικά, αφού πέραν της ψαλμωδίας οι λέξεις που χρησιμοποιούσε στην καθημερινή του ζωή ήταν ένα «ναι» και ένα «όχι».
Εκείνο που σίγουρα είναι αδαμαντόπλεκτο στεφάνι μπρος στο Θρόνο του παντοδύναμου Θεού, είναι η ξενιτεία του. Την εποχή εκείνη που η μόνη επικοινωνία στις δυσχερέστατες συνθήκες που ζούσαν ήταν μια υποτυπώδης έγγραφη αλληλογραφία μεταξύ της οποίας μεσολαβούσαν αρκετές βδομάδες και μήνες, η επαφή με το σπίτι του και τους οικείους του ήταν αραιή. Όχι μόνον αυτό αλλά ξεπερνώντας κάθε συγγενικό δεσμό, η αγάπη για το μοναχισμό, για το Θεό, για την πνευματική κατάσταση και ησυχία οδήγησαν τον Κυπριανό να δει ξανά την πολυαγαπημένη του μητέρα στα 33 του, μετά από δέκα εννέα ολόκληρους χρόνους!!!
Δεν ήταν η σκληρότητα του γέροντά του που τον απέκλεισε από αυτήν την προσωπική επικοινωνία. Ήταν η δυσχέρεια των συγκοινωνιών που βέβαια αν το απαιτούσε ο Κυπριανός θα ξεπερνιόταν, ήταν όμως κι η θέληση να δέσει μέσα του ο μοναχισμός, να αποξενωθεί από ότι τον κρατάει στη γη, κι ότι δεν έχει σχέση με το θείο. Έτσι παιδάκι αποχαιρέτησε τους δικούς του, ενήλικας και μεταμορφωμένος τους ξαναείδε για να τους ασπαστεί και να θυμηθεί την τρυφερότητά τους. Μιλούσε με πολύ αγάπη για την μητέρα εκείνη. Τίποτα δεν πρόδιδε προσωπική απέχθεια που να τον οδήγησε στην απομάκρυνση της. Αργότερα, με πόνο έλεγε πως την τελευταία φορά που την επισκέφθηκε τη βρήκε κεκοιμημένη. Τότε έφερε το κρεβατάκι της στην καλύβη του Όρους για να κοιμάται σε αυτό και να την θυμάται. Έκτοτε διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με την αδελφή του.
Η συνοδεία του Γέροντος Θωμά ασχολούνταν με την αργυροχρυσοχοϊα. Ο Κυπριανός έμαθε την τέχνη και φιλοτεχνούσε εξαιρετικής αξίας ασημένιες ζώνες. Έβγαλε δικά του σχέδια, τον δικέφαλο αετό, την Πλατυτέρα, το μοναχικό σχήμα ή τον άγιο που ο καθένας ήθελε. Τις σκάλιζε φορώντας γυαλιά με μεγενθυτικό φακό και με ιδιαίτερη προσήλωση. Όταν περνούσες από δίπλα του έμοιαζε να μη σε καταλάβαινε. Καμιά φορά κοντοστεκόταν και κοιτούσε έξω από το παράθυρο στις βραχώδεις πλαγιές της Μικραγιάννας. Τα δε χαρακτικά του ήταν συνάμα λεπτομερή και συμμετρικά, σα να τα έβγαζε μηχανή κι όχι ανθρώπινο χέρι.
Αξιώθηκε να βρίσκεται δίπλα στο γέροντα του, τη μέρα που εκείνος αναχώρησε για τα ουράνια αφήνοντας φήμη καλού αλλά και σκληρού μοναχού, καθώς ήταν στην καταγωγή Μανιάτης. Από τότε ανέλαβε την καθοδήγηση της συνοδείας αφού το σκητιώτικο τυπικό μεταβιβάζει τη διαδοχή στο αμέσως αρχαιότερο μέλος. Στην πραγματικότητα όμως πολύ λίγα θέματα ήταν δική του επιλογή, φυσικά εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας του. Δεν έζησε ποτέ σα γέροντας. Τούτο γινόταν κατανοητό κι από τον τρόπο που μνημόνευε τους υποτακτικούς του στις Ιερές ακολουθίες στη θέση του γέροντος. Έλεγε: «Υπέρ των πατέρων ημών Θωμά, Παύλου και Φιλίππου των Ιερομονάχων και της συνοδείας αυτών». Εισέρχονταν όμως στο ναϊδριο του Αποστόλου Θωμά με περισσή ιεροπρέπεια προσκυνούσε την παλαιά εικόνα του Αγίου Κυπριανού που βρίσκονταν δίπλα στο γεροντικό στασίδι και στέκονταν για να λάβουμε ευχή. Στις κινήσεις του, αυτός ο ταπεινός καθ’όλα γέροντας ήταν πραγματικά αρχοντικός.
Διέκοπτε τη σιωπή του ίσως για λίγο όταν βρίσκονταν κοντά σε παιδιά. Λαχταρούσε η ψυχή του να παιδιαρίσει μαζί τους. Αλλά και πίσω από την επιβλητικότητά του, όλα έδειχναν παιδιάστικα μέσα του, ακόμη και ο θυμός του που δεν διαρκούσε πάνω από δέκατα του δευτερολέπτου και θύμιζε τις θυμωσιές που έχουν τα μικρά παιδάκια.
Όταν σε μια μεγάλη Μονή, από τις μεγαλύτερες, γίνηκε λόγος για να πάει να ηγουμενεύσει, έκαμε χρήση στο γεροντικό του «βέτο» λέγοντας «εγώ τον εαυτό μου δε μπορώ να κουμαντάρω, θα κάνω καλά τόσους ανθρώπους;». Στο νέο κτίριο της καλύβης των Θωμάδων όπου με πολλούς κόπους είχαν κάμει, διάλεξε το πιο απόμερο και σκοτεινό κελάκι. Θυμάμαι πως διερχόμενος τη σκάλα άκουγα τον ξερόβηχά του που δήλωνε ότι ήταν άγρυπνος και προσευχόμενος. Άλλωστε και κατά τη διάρκεια της ημέρας εργαζόταν συνεχώς κι ίσως πολύ σπάνια στην καρέκλα να έκλεινε τα μάτια του για ξεκούραση. Το βράδυ αγαπούσε να συνομιλεί με τα πολλά του πνευματικά τέκνα δια τηλεφώνου. Όταν δε αναλάμβανε να μαγειρέψει, η χαρά μας δεν κρύβονταν διότι είχε εξαιρετικό χάρισμα τα λίγα και ευτελή υλικά της ερήμου να τα συνδυάζει και να δημιουργεί λαμπρά γεύματα.
Σήμερα οι λέξεις χάνουν τα νοήματά τους γιατί τις χρησιμοποιούμε εύκολα και για να υπερτονίσουμε ανθρώπους που αγαπάμε. Στον γέροντα Κυπριανό, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί το «όσιος, άκακος, πραϋς». Με αυτές τις ιδιότητες αντιμετώπισε το εγκεφαλικό που του συνέβη προ 15 ετών. Με αυτά τα χαρακτηριστικά αντιμετώπισε τον θνήσιμο καρκίνο που τον οδήγησε στην αγκαλιά της γης. Λίγο πριν κοιμηθεί τον τελευταίο ύπνο σε μια τηλεφωνική συνομιλία μας έδειχνε παιδιάστικα χαρούμενος «Όλα πολύ καλά, ζω ένα θαύμα» και «πολλές ευλογίες καλό μου παιδί». Έτσι τον έχουμε στη μνήμη μας όπως όταν μας αποχαιρετούσε κατά την έξοδο μας από την έρημο... Φορώντας το σταχτί αντερί του, και την ξεβαμμένη ποδιά του, το χαμηλό πάνινο σκουφί του, ελαφρά υγρά τα μάτια και τα ψαρά γένια να τα κινεί ο αέρας... με το ένα χέρι να κρατά το ζωστικό και τ’άλλο να το κινεί μια δεξιά-αριστερά όπως όταν καταβοδώνουμε κάποιον και μια να χαράζει το σημείο του σταυρού... Εκεί στην καγκελόπορτα που υπήρχε στην αυλή για να σταματά τα υποζύγια απ’το να ζυγώνουν την καλύβη.
Ο Γέροντας Κυπριανός κοιμήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 2007 με το παλαιό ημερολόγιο, ημέρα μνήμης του Αποστόλου Ανδρέου. Άλλωστε στην καλύβη του Αποστόλου Θωμά τιμώνται ιδιαιτέρως όλοι οι Απόστολοι. Η έντονη χιονόπτωση εκείνης της ημέρας έκαμε την εξόδια ακολουθία πιο επιβλητική. Εξάλλου για την αγιορειτική παράδοση θεωρείται ιδιαίτερο σημείο ευμενείας του Θεού, να κηδευτεί κάποιος ανάμεσα στις πεταλίζουσες νιφάδες του χιονιού. Παραστάθηκε ο Μητροπολίτης Νεαπόλεως κ.Βαρνάβας, ο Ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας Γέρων Πρόδρομος, εκπρόσωποι της Μονης Γρηγορίου και Ξενοφώντος. Σε συζητήσεις μοναστών ακούστηκε «καλός καλόγερος», «ευλαβής άνθρωπος».
Παρατηρώντας το τέλος, σκεπτόμαστε πώς θα ήταν αν άλλαζε κάτι στην αρχή. Αν για κάποιο λόγο δεν ακολουθούσε ο Νικολάκης το γερο-Θωμά στην έρημο. Πως θα είχε μεγαλώσει, ποια άσκηση θα είχε κάνει και πως θα είχε εξελιχθεί η ζωή του. Σε πιο σημείο θα είχε φθάσει η πνευματικότητά του... Όμως όλα έγιναν σωστά κι όπως όρισε η Θεία Πρόνοια. Κι ο Γέροντας Κυπριανός τώρα απολαμβάνει το μισθό της υπομονής του.
Καλόν Παράδεισο!
Ας είναι αιωνία η Μνήμη του!
Καλόν Παράδεισο!
Ας είναι αιωνία η Μνήμη του!